piège
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
piège | pièges |
piège (fr) αρσενικό
- η παγίδα
ενικός | πληθυντικός |
piège | pièges |
piège (fr) αρσενικό