Μετάβαση στο περιεχόμενο

piège

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piège pièges

piège (fr) αρσενικό