piĵamo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- piĵamo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | piĵamo | piĵamoj |
| αιτιατική | piĵamon | piĵamojn |
piĵamo (eo)
- η πυτζάμα