piana

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική piana piany
γενική piany pian
δοτική pianie pianom
αιτιατική pianę piany
οργανική pianą pianami
τοπική pianie pianach
κλητική piano piany

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

piana < πρωτοσλαβική pěna

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piana (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]