piana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piana | piany |
γενική | piany | pian |
δοτική | pianie | pianom |
αιτιατική | pianę | piany |
οργανική | pianą | pianami |
τοπική | pianie | pianach |
κλητική | piano | piany |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
piana < πρωτοσλαβική pěna
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piana (pl) θηλυκό
- ο αφρός