pianiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pianiste | pianistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pianiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o πιανίστας - η πιανίστρια
ενικός | πληθυντικός |
pianiste | pianistes |
pianiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό