piano-forte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
piano-forte | pianos-forte |
piano-forte (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) φορτεπιάνο (πιάνο στα τέλη του 18ου και 19ου αιώνα)