pick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pick (en)
- ο κασμάς
- λεπτό εργαλείο για το άνοιγμα κλειδαριάς χωρίς το κλειδί
- (μουσική) το πλήκτρο, η πένα
- η επιλογή
- είδους χτένα με λίγα μεγάλα δόντια
Ρήμα[επεξεργασία]
- επιλέγω, διαλέγω
- συλλέγω, μαζεύω (λουλούδια, φρούτα κλπ.)
- (μουσική) χρησιμοποιώ πλήκτρο για να χτυπήσω χορδή
- σκαλίζω (τη μύτη)