pictogram

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pictogram pictograms
pictograms

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pictogram < picture + -gram

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pictogram (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • pictogram στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια