pidgin
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pidgin (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pidgin | pidgins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pidgin (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) η γλώσσα πίτζιν