pidgin-english
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.dʒi.nin.gliʃ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pidgin-english | pidgin-englishs |
pidgin-english (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) γλώσσα πίτζιν που αποτελείται από την ανάμειξη αγγλικού λεξιλόγιου με κινέζικη γραμματική