pied nickelé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied nickelé | pieds nickelés |
pied nickelé (fr) αρσενικό
- κάποιος που θεωρείται αναρμόδιος και ύποπτος