pieniądz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpʲjɛ̇̃ɲɔ̃nt͡s̑/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pieniądz (pl) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • czas to pieniądz
  • rzucać pieniądze w błoto
  • pieniądze nie śmierdzą
  • spać na pieniądzach

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό (pieniądze)