piercing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | piercing |
| συγκριτικός | more piercing |
| υπερθετικός | most piercing |
piercing (en)
- διαπεραστικός, για μάτια ή ματιά
a piercing look - διαπεραστική ματιά
- διαπεραστικός, για ήχους που είναι πολύ οξείς, δυνατοί και δυσάρεστοι
a piercing scream - διαπεραστική κραυγή- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched
- διαπεραστικός, για αισθήματα
piercing pain - διαπεραστικός πόνος
- διαπεραστικός, για τον άνεμο ή το κρύο που είναι πολύ δυνατό και νιώθω σαν να μπορεί να περάσει από τα ρούχα και το δέρμα μου
piercing cold - διαπεραστικό κρύο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| piercing | piercings |
piercing (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]piercing (en)