Μετάβαση στο περιεχόμενο

piercing

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piercing < pierce + -ing

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός piercing
συγκριτικός more piercing
υπερθετικός most piercing

piercing (en)

  1. διαπεραστικός, για μάτια ή ματιά
      a piercing look - διαπεραστική ματιά
  2. διαπεραστικός, για ήχους που είναι πολύ οξείς, δυνατοί και δυσάρεστοι
      a piercing scream - διαπεραστική κραυγή
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη high-pitched
  3. διαπεραστικός, για αισθήματα
      piercing pain - διαπεραστικός πόνος
  4. διαπεραστικός, για τον άνεμο ή το κρύο που είναι πολύ δυνατό και νιώθω σαν να μπορεί να περάσει από τα ρούχα και το δέρμα μου
      piercing cold - διαπεραστικό κρύο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piercing piercings

piercing (en)

  1. το τρύπημα
  2. η τρύπα που πραγματοποιείται στο ανθρώπινο σώμα με σκοπό να τοποθετηθεί κάποιο κόσμημα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

piercing (en)