pierwiastek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pierwiastek (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά) ρίζα (αριθμού ή συνάρτησης ή εξίσωσης)
- (χημεία) στοιχείο