piga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piga (ca)

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)