pigeonneau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pigeonneau | pigeonneaux |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pigeonneau (fr) αρσενικό
- το μικρό του περιστεριού, το πιτσούνι, το πιτσουνάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη pigeon