pigiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pigiste | pigistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pigiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δημοσιογράφος ή τυπογράφος που αμείβεται με το κείμενο ή το κομμάτι.