pilfer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pilfer (en)
- κλέβω μικροπράγματα - ψιλολόγια χαμηλής αξίας