pilko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilko | pilkoj |
αιτιατική | pilkon | pilkojn |
pilko (eo)
- η μπάλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilko | pilkoj |
αιτιατική | pilkon | pilkojn |
pilko (eo)