Μετάβαση στο περιεχόμενο

pilote

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pilote pilotes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.lɔt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pilote (fr) αρσενικό

  1. (επάγγελμα, αεροπορικός όρος) ο πιλότος, ο κυβερνήτης
  2. ο πλοηγός,
  3. (επάγγελμα) ο χειριστής
  4. ο κυβερνήτης