pin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pin | pins |
pin (en)
- η καρφίτσα
- η περόνη
- (ηλεκτρολογία) η ακίδα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pins |
αόριστος | pinned |
παθητική μετοχή | pinned |
ενεργητική μετοχή | pinning |
pin (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pin | pins |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pin (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pin (ro) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ηλεκτρολογία (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δέντρα (γαλλικά)
- Φυτά (γαλλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)
- Δέντρα (ρουμανικά)
- Φυτά (ρουμανικά)