pinacle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pinacle < λατινική pinnaculum < pinna
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pinacle | pinacles |
pinacle (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pinacle | pinacles |
pinacle (fr) αρσενικό