pince-monseigneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pince-monseigneur < pince + monseigneur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pince-monseigneur | pinces-monseigneur |
pince-monseigneur (fr) θηλυκό