pinceau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pinceau | pinceaux |
pinceau (fr) αρσενικό
- το πινέλο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pinceau | pinceaux |
pinceau (fr) αρσενικό