pinceau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pinceau | pinceaux |
pinceau (fr) αρσενικό
- το πινέλο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pinceau | pinceaux |
pinceau (fr) αρσενικό