pinkie
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
pinkie
<
ολλανδική
pinkje
, υποκοριστικό του ολλανδικού
pink
(μικρό δαχτυλάκι).
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ˈpɪŋki
/¨
ομόηχο
:
pinky
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pinkie
(en)
πληθυντικός
:
pinkies
(
οικείο, ανεπίσημο
) το μικρό δάχτυλο του χεριού (
σπανιότερα
: του ποδιού)
εναλλακτικός τύπος
:
pinky
(
μειωτικό
)
(
ΗΠΑ
)
άνθρωπος
λευκής
φυλής, ο
καυκάσιος
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Čeština
English
Eesti
Suomi
Italiano
မြန်မာဘာသာ
Polski
Русский
தமிழ்
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文