pinkie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pinkie | pinkiies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pinkie < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι).
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pinkie (en)