pinkie
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pinkie | pinkiies |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pinkie < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι).
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pinkie (en)