pioviggine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pioviggine < piovigginare

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pioviggine pioviggini

pioviggine (it) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη piovere