Μετάβαση στο περιεχόμενο

pipeline

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pipeline pipelines

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pipeline < pipe + line

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pipeline (en)

  1. ο αγωγός, μια σειρά από σωλήνες που είναι συνήθως υπόγειοι και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά πετρελαίου, γκαζιού κτλ. σε μεγάλες αποστάσεις
      an oil pipeline - αγωγός πετρελαίου
      a natural gas pipeline - ένας αγωγός φυσικού αερίου
  2. (πληροφορική) η ομοχειρία



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pipeline < (άμεσο δάνειο) γαλλική pipeline

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pipeline (fr) αρσενικό