pipeline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pipeline | pipelines |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pipeline (en)
- ο αγωγός, μια σειρά από σωλήνες που είναι συνήθως υπόγειοι και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά πετρελαίου, γκαζιού κτλ. σε μεγάλες αποστάσεις
- ⮡ an oil pipeline - αγωγός πετρελαίου
- ⮡ a natural gas pipeline - ένας αγωγός φυσικού αερίου
- (πληροφορική) η ομοχειρία
Πηγές
[επεξεργασία]- pipeline - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωγός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pipeline (fr) αρσενικό
- ο αγωγός (πετρελαίου ή αερίου)