piqûre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piqûre < piquer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.kyʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piqûre (fr) θηλυκό

  1. το τσίμπημα
    la piqûre du frelon est très douleureuse
  2. η ένεση