Μετάβαση στο περιεχόμενο

piquant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός piquant
συγκριτικός more piquant
υπερθετικός most piquant

Επίθετο

[επεξεργασία]

piquant (en)



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό piquant piquants
θηλυκό piquante piquantes

Επίθετο

[επεξεργασία]

piquant (fr)

  1. τσουχτερός
  2. πικάντικος, καυτερός
  3. (μεταφορικά) αψύς, διαπεραστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piquant (fr) αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]