piquant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | piquant |
συγκριτικός | more piquant |
υπερθετικός | most piquant |
Επίθετο
[επεξεργασία]piquant (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piquant | piquants |
θηλυκό | piquante | piquantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]piquant (fr)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piquant (fr) αρσενικό
- το αγκάθι