pirito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirito | piritoj |
αιτιατική | piriton | piritojn |
pirito (eo)
- (ορυκτολογία) ο πυρίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirito | piritoj |
αιτιατική | piriton | piritojn |
pirito (eo)