piss off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | piss off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pisses off |
αόριστος | pissed off |
παθητική μετοχή | pissed off |
ενεργητική μετοχή | pissing off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
piss off (en)