Μετάβαση στο περιεχόμενο

pistache

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pistache pistaches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pistache (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]