pithécanthrope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pithécanthrope | pithécanthropes |
pithécanthrope (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pithécanthrope | pithécanthropes |
pithécanthrope (fr) αρσενικό