pity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pity (en)

  1. η συμπόνια, το έλεος
  2. κρίμα
    it's a pity you can't come with us - είναι κρίμα που δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας
    what a pity! - τι κρίμα!

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

pity (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

pity (en)