pléthorique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ple.tɔ.ʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pléthorique | pléthoriques |
pléthorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pléthorique | pléthoriques |
pléthorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό