placeholder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

placeholder (en)

  1. πληρεξούσιος
  2. αντικαταστάτης (συνήθως μέχρι να έρθει το αρχικό άτομο)
  3. αντιφραστική λέξη
  4. λέξη που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για φαινόμενο, μέχρι η πιθανή μελλοντική ευρύτερη κατανόησή του οδηγήσει σε πιο αντιπροσωπευτική λέξη (λόγω συνήθειας συχνά στην φυσική όμως παραμένει η ασαφής λέξη πχ. ακτίνες-χ, αντίθετα στην βιοταξωνυμία έχουν υπάρξει διορθώσεις)
  5. (πληροφορική) σύμβολο υποκατάστασης, σύμβολο κράτησης θέσης