placeo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- placeo < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
placeo (la) [placeo-placui(& placitum est)-placitum-ere] (Απαντούν μόνο οι τύποι της ενεργητικής φωνής)
Κλίση[επεξεργασία]
B' συζυγία (placeo, placui, placitum, placere)
|