plagiat
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plagiat | plagiats |
plagiat (fr) αρσενικό
- η λογοκλοπή, η λογοκλοπία
ενικός | πληθυντικός |
plagiat | plagiats |
plagiat (fr) αρσενικό