plaignant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- plaignant < plaindre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaignant | plaignants |
θηλυκό | plaignante | plaignantes |
plaignant (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaignant | plaignants |
θηλυκό | plaignante | plaignantes |
plaignant (fr)