plainte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- plainte < plaindre
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plainte | plaintes |
plainte (fr) θηλυκό
- το παράπονο, το κλαψούρισμα, το βογκητό
- η μήνυση, η καταμήνυση