plaisancier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaisancier | plaisanciers |
θηλυκό | plaisancière | plaisancières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plaisancier (fr) αρσενικό
- αυτός που επιδίδεται στη ναυτιλία αναψυχής, o ιστιοπλόος