plait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plait (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | plait |
γ΄ ενικό ενεστώτα | — |
αόριστος | — |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
plait (en)