plama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plama (pl) θηλυκό
- ο λεκές, η κηλίδα
- (μεταφορικά) η κηλίδα, το στίγμα