planétaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

planétaire < planète + -aire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.ne.tɛʁ/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
planétaire planétaires

planétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

planétaire (fr) αρσενικό