plancher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plancher | planchers |
plancher (fr) αρσενικό
- το πάτωμα
Ρήμα[επεξεργασία]
plancher (fr)