planplan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

planplan (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ήσυχος
  2. ήρεμος

Άλλες γραφές[επεξεργασία]