plant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (en)
- το φυτό
- το εργοστάσιο
- κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | plant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plants |
αόριστος | planted |
παθητική μετοχή | planted |
ενεργητική μετοχή | planting |
plant (en)
- φυτεύω φυτό
- βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
- ↪ He planted a bomb on an airplane.
- Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
- ↪ He planted a bomb on an airplane.
- φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
- ↪ I plant drugs on someone.
- Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
- ↪ I plant drugs on someone.
- βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
- ↪ I plant a spy in a gang.
- Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.
- ↪ I plant a spy in a gang.
Πηγές[επεξεργασία]
- plant (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plant (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (fr) αρσενικό
- το φυτό