plant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plant (en) πληθυντικός: plants
- φυτό
- εργοστάσιο
- κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
Ρήμα[επεξεργασία]
plant (en) πληθυντικός: plants
- φυτεύω (φυτό)
- φυτεύω (τοποθετώ κάτι εσκεμμένα 'ωστε να ενοχοποιήσω κάποιον)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (fr) αρσενικό
- το φυτό