plant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (en)

  1. το φυτό
  2. το εργοστάσιο
     συνώνυμα: factory
  3. κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας plant
γ΄ ενικό ενεστώτα plants
αόριστος planted
παθητική μετοχή planted
ενεργητική μετοχή planting

plant (en)

  1. φυτεύω φυτό
  2. βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
    He planted a bomb on an airplane.
    Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
  3. φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
    I plant drugs on someone.
    Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
  4. βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
    I plant a spy in a gang.
    Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (fr) αρσενικό