plantacja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plantacja | plantacje |
γενική | plantacji | plantacji(/plantacyj) |
δοτική | plantacji | plantacjom |
αιτιατική | plantację | plantacje |
οργανική | plantacją | plantacjami |
τοπική | plantacji | plantacjach |
κλητική | plantacjo | plantacje |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plantacja (pl) θηλυκό
- η φυτεία