plantaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plantaire < plante

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plantaire plantaires

plantaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό