plantation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plantation (en)
- η φυτεία
- ο εποικισμός ενός μέρους που αποσκοπεί στην εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plantation | plantations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plantation (fr) θηλυκό
- η φυτεία