plantation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plantation (en)

  1. η φυτεία
  2. ο εποικισμός ενός μέρους που αποσκοπεί στην εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plantation plantations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plantation (fr) θηλυκό