plaquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.ke/

Ρήμα[επεξεργασία]

plaquer (fr)

  1. εφαρμόζω μια πλάκα σε κάτι
  2. (οικείο) εγκαταλείπω κάποιον, τον παρατώ
     συνώνυμα: quitter, (οικείο) laisser tomber, lâcher, larguer, planter
  3. (αθλητισμός) στο ράγκμπι, προκαλώ την πτώση του παίκτη που μεταφέρει τη μπάλα αρπάζοντάς τον από τα πόδια
  4. επενδύω κάτι με λεπτή στρώση κάποιου υλικού